...
Show More
Ερώτηση κρίσεως: Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα όταν διαβάζεις ένα βιβλίο; Το timing φίλε μου… η φάση που βρίσκεσαι όταν το διαβάζεις … εάν έχεις φάει μόλις τη χυλόπιτα της ζωής σου, πώς να διαβάσεις ένα βιβλίο ερωτικόν; Πώς να διαβάσεις ένα δυστοπικό βιβλίο όταν εδώ και δυο χρόνια ζεις σ’ένα δυστοπικό περιβάλλον; Τι παραπάνω να σου προσφέρει;
Το «περί τυφλότητος» του Σαραμάγκου είναι ένα δυστοπικό βιβλίο… έτσι μια μέρα ξαφνικά, οι άνθρωποι μιας πόλης αρχίζουν και τυφλώνονται… μια τύφλωση περίεργη που δεν τα βλέπεις όλα μαύρα κι άραχνα αλλά άσπρα ξέξασπρα κι απ’τον ήλιο ξεξασπρότερα… κι επειδή η τύφλωση είναι άκρως μεταδοτική, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε ή μάλλον πλέον τα ξέρετε… καραντίνες, φόβος, επιθετικότητα, κοινωνική απομόνωση… μέχρι που όλοι τυφλώνονται και δεν υπάρχει κανείς για να λειτουργήσει η κοινωνία.
Ο Σαραμάγκου ξεδιπλώνει όλο τον ψυχισμό των ανθρώπων σε μια τέτοια ακραία κατάσταση. Γίνεσαι διάολος ή άγγελος; Εγκληματίας ή αισθηματίας; Πρέπει να κοιτάξεις την πάρτη σου για να επιβιώσεις. Όμως για να επιβιώσεις πρέπει να γίνεις μέλος μιας ομάδας. Και πως κοιτάς την πάρτη σου όταν είσαι μέλος ομάδας; Τέτοια ωραία, ψυχοπονιάρικα, φιλοσοφικά και ψυχοπλακωτικά.
Κι επειδή υπάρχει κι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα… εάν γίνεις εσύ η εξαίρεση… να βλέπεις σ’έναν κόσμο τυφλών… ευχή ή κατάρα;
Αναμφίβολα ο Σαραμάγκου είναι ο Σαραμάγκου… όμως εδώ το ύφος του μου φάνηκε ολίγον διαφορετικό. Δεν βρήκα εκείνες τις μεγάλες δαιδαλώδεις προτάσεις του… πιο ήπιες, πιο κοφτές. Εντάξει, μην παίρνετε και πολύ αέρα, για Σαραμάγκου μιλάμε πάντα… απλώς αντί για μια σελίδα μια πρόταση, έχουμε μια σελίδα τρεις προτάσεις. Επίσης η συνεχής επανάληψη, της λέξης «τυφλός», «τυφλός», «τυφλός», ήταν too much.
Κι ήταν το θέμα βαρύ, κι οι περιγραφές ζωντανές, και το αίσθημα πνιγηρό κι οι συνειρμοί τόσο δυνατοί, τι τυφλότητα – τι κορωνοϊός, τι Λωζάνη – τι Κοζάνη, χιόνια μια και χιόνια η άλλη, και να το άτιμο το timing και μπούκωσα κι οι σελίδες δεν έφευγαν γρήγορα, σαν τρένο για τα Παλιοφάρσαλα, που θες να κατέβεις αλλά αυτή η πνιγηρή γεμάτη καπνούς ατμόσφαιρα σ’έχει ζαλίσει και δεν θες να την εγκαταλείψεις…
Από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου, η σκηνή με τις γυναίκες (όποιος το διάβασε, θα καταλάβει, ας μην σποϊλιεράσω σήμερα…)
Αυτό το βιβλίο κατά ένα μεταφυσικό τρόπο, δεν με γέμισε εικόνες αλλά μυρωδιές. Σαν να κατάφερε ο Πορτογάλος, να κάνει τον αναγνώστη να μην βλέπει όπως ακριβώς οι ήρωες του αλλά να αναπτύξει τις άλλες αισθήσεις του. Μύρισα κάθε εικόνα του βιβλίου, την μπόχα που έζεχνε η πόλη την νιώθω ακόμα στη μύτη και στη γλώσσα μου…
Ειλικρινά δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα είχε αυτό το βιβλίο εάν το διάβαζα προ covid… τώρα με μπούκωσε και ψάχνω για κάτι πιο ανάλαφρο…
Το «περί τυφλότητος» του Σαραμάγκου είναι ένα δυστοπικό βιβλίο… έτσι μια μέρα ξαφνικά, οι άνθρωποι μιας πόλης αρχίζουν και τυφλώνονται… μια τύφλωση περίεργη που δεν τα βλέπεις όλα μαύρα κι άραχνα αλλά άσπρα ξέξασπρα κι απ’τον ήλιο ξεξασπρότερα… κι επειδή η τύφλωση είναι άκρως μεταδοτική, τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε ή μάλλον πλέον τα ξέρετε… καραντίνες, φόβος, επιθετικότητα, κοινωνική απομόνωση… μέχρι που όλοι τυφλώνονται και δεν υπάρχει κανείς για να λειτουργήσει η κοινωνία.
Ο Σαραμάγκου ξεδιπλώνει όλο τον ψυχισμό των ανθρώπων σε μια τέτοια ακραία κατάσταση. Γίνεσαι διάολος ή άγγελος; Εγκληματίας ή αισθηματίας; Πρέπει να κοιτάξεις την πάρτη σου για να επιβιώσεις. Όμως για να επιβιώσεις πρέπει να γίνεις μέλος μιας ομάδας. Και πως κοιτάς την πάρτη σου όταν είσαι μέλος ομάδας; Τέτοια ωραία, ψυχοπονιάρικα, φιλοσοφικά και ψυχοπλακωτικά.
Κι επειδή υπάρχει κι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα… εάν γίνεις εσύ η εξαίρεση… να βλέπεις σ’έναν κόσμο τυφλών… ευχή ή κατάρα;
Αναμφίβολα ο Σαραμάγκου είναι ο Σαραμάγκου… όμως εδώ το ύφος του μου φάνηκε ολίγον διαφορετικό. Δεν βρήκα εκείνες τις μεγάλες δαιδαλώδεις προτάσεις του… πιο ήπιες, πιο κοφτές. Εντάξει, μην παίρνετε και πολύ αέρα, για Σαραμάγκου μιλάμε πάντα… απλώς αντί για μια σελίδα μια πρόταση, έχουμε μια σελίδα τρεις προτάσεις. Επίσης η συνεχής επανάληψη, της λέξης «τυφλός», «τυφλός», «τυφλός», ήταν too much.
Κι ήταν το θέμα βαρύ, κι οι περιγραφές ζωντανές, και το αίσθημα πνιγηρό κι οι συνειρμοί τόσο δυνατοί, τι τυφλότητα – τι κορωνοϊός, τι Λωζάνη – τι Κοζάνη, χιόνια μια και χιόνια η άλλη, και να το άτιμο το timing και μπούκωσα κι οι σελίδες δεν έφευγαν γρήγορα, σαν τρένο για τα Παλιοφάρσαλα, που θες να κατέβεις αλλά αυτή η πνιγηρή γεμάτη καπνούς ατμόσφαιρα σ’έχει ζαλίσει και δεν θες να την εγκαταλείψεις…
Από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου, η σκηνή με τις γυναίκες (όποιος το διάβασε, θα καταλάβει, ας μην σποϊλιεράσω σήμερα…)
Αυτό το βιβλίο κατά ένα μεταφυσικό τρόπο, δεν με γέμισε εικόνες αλλά μυρωδιές. Σαν να κατάφερε ο Πορτογάλος, να κάνει τον αναγνώστη να μην βλέπει όπως ακριβώς οι ήρωες του αλλά να αναπτύξει τις άλλες αισθήσεις του. Μύρισα κάθε εικόνα του βιβλίου, την μπόχα που έζεχνε η πόλη την νιώθω ακόμα στη μύτη και στη γλώσσα μου…
Ειλικρινά δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα είχε αυτό το βιβλίο εάν το διάβαζα προ covid… τώρα με μπούκωσε και ψάχνω για κάτι πιο ανάλαφρο…