...
Show More
Αριστουργηματικό έργο που γίνεται ακόμη πιο συγκλονιστικό καθώς διαχέεται ολόκληρο απο ΑΡΩΜΑ ΚΑΦΚΑ & ΑΝΕΠΑΙΣΘΗΤΗ ΑΠΟΧΡΩΣΗ ΚΑΜΥ.
Σουρεαλιστικές καταστάσεις, ατομικοί ψυχαναγκασμοί, σκληρές ευαισθησίες και παγιδευμένες υπάρξεις μέσα στους προσωπικούς και κοινωνικούς εφιάλτες. Σισύφεια προσπάθεια λύτρωσης.
Το ατελέσφορο και επαναληπτικό βασανιστήριο του πρωταγωνιστή καθρεφτίζει ρεαλιστικά κομμάτια απο τη δική μας καθημερινότητα.
Κάτι που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα ο αναγνώστης, την ταύτιση, σε υπαρξιακό επίπεδο και την ανημποριά μας να ξεφύγουμε «φτυαρίζοντας άμμο» απο τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τα ατελείωτα καθήκοντα που μας εγκλωβίζουν σε μια αέναη μάχη με την αιχμαλωσία του κατεστημένου.
Βρισκόμαστε ξαφνικά παγιδευμένοι μέσα στην καυτή ατελείωτη άμμο.
Αυτό το ύπουλο ορυκτό με διάμετρο 1/8 του χιλιοστού (κατα μέσο όρο) ανά κόκκο, γεννιέται μέσα απο το χώμα και σαν κάτι ζωντανό έρπει εισχωρώντας παντού, είναι το
«κελί» της ζωής μας.
Αθόρυβα και σταθερά, χωρίς ποτέ να ησυχάζει, εισβάλει και απλώνεται, θανατώνοντας την επιφάνεια του εδάφους...και όχι μόνο.
Είναι άγονη και ξηρή λόγω της αδιάκοπης ροής της και δεν μπορεί να φιλοξενήσει ζωντανό πλάσμα.
Επομένως η άμμος κρίνεται ακατάλληλη για τη ζωή λόγω κίνησης, ενώ η μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης εξαναγκάζει σε μια συνεχόμενη και ακίνητη προσκόλληση μέσα στο χρόνο. Μια καταδικαστική σταθερότητα.
Στο ερώτημα αν η προσκόλληση και η απραξία ειναι πιο ζωογόνες σε σχέση με την ακατάπαυστη ροή πιθανότητα η απαντηση ειναι : ικανότητα προσαρμογής!!!
Αυτό το μυθιστόρημα παρά την έντονη δυσφορία και την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα είναι εξεχόντως συναρπαστικό.
Η πλοκή λιγοστή και οι χαρακτήρες ελάχιστοι είναι φοβισμένα υποχείρια συμβόλων και υποταγμένων ιδεών.
Η υπόθεση τόσο απλή που γίνεται εθιστική και ύπουλη, επηρεάζοντας επικίνδυνα την ψυχολογική ταύτιση με τον αναγνώστη.
Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται απελπιστικά είτε μέσα, είτε στον περίβολο της υπόγειας φυλακής - σε σχήμα σπιτιού - απο άμμο.
Οι πρωταγωνιστές δεν εμπνέουν συμπάθεια, είναι επιφανειακά κενοί, ξένοι, στείροι, όμως η πένα του συγγραφέα με την ίδια επίφαση ταύτισης μας κάνει ακούσια να ενδιαφερόμαστε και να πιστεύουμε σε αυτούς.
Γνωρίζοντας αρχικά ότι ο ήρωας μας είναι αγνοούμενος και μετά απο επτά χρόνια κηρρύσεται επισήμως άφαντος-νεκρός, ακολουθούμε την πορεία του συγγραφέα σε πραγματικό χρόνο που μας οδηγεί σε ένα χωριό.
Σε έναν τόπο ξεχασμένο απο θεούς και δαίμονες, σφηνωμένο μέσα σε τεράστιους αμμόλοφους ζούνε ανθρώπινα κουφάρια έρμαια και βασανισμένα απο τη θάλασσα της κινούμενης αμμου.
Ειναι οι ελεύθεροι θεματοφύλακες της παράδοσης τους.
Τα λιγοστά σπίτια είναι θαμμένα μέσα στη γη πνιγμένα απο την άμμο που πρέπει κάθε βράδυ να την φτυαρίζουν δίνοντας τιτάνιο αγώνα ώστε να μην πνίξει τα πάντα στον άνυδρο βυθό της.
Εκεί, εξαπατούν τον ήρωα μας που φθάνοντας στο χωριό ως ερασιτέχνης εντομολόγος, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα σισύφειο μαρτύριο.
Τον κατεβάζουν στο σπίτι της κόλασης απο άμμο το οποίο κατοικείται απο μια νεαρή χήρα που παλεύει νυχθημερόν να ζήσει και να αναχαιτίσει την άμμο πριν συμπαρασύρει όλο το χωριό στην άβυσσο της ανυπαρξίας.
Τα σπίτια εξαρτώνται το ένα απο το άλλο επομένως το μαρτύριο του «φτυαρίσματος»είναι καθημερινό και απαραίτητο.
Κάθε μέρα η ζέστη είναι ανελέητη, οι βολβοί των ματιών βράζουν,τα σπλάχνα καίγονται και τα πνευμόνια παίρνουν φωτιά. Παράλληλα η άμμος που εισχωρεί παντού γεμίζει με τους θανατηφόρους κόκκους της τα πάντα δημιουργώντας πληγές και πόνους.
Η λαχτάρα για ελευθερία καταπλακώνεται απο τόννους άμμου και χάνεται μαζί με την ανθρώπινη ψυχή.
Η συνήθεια του εγκλεισμού και η τρυφερή σχέση μεταξύ των δυο κρατουμένων ίσως να αποκτά μια ζοφερή αλλά σωτήρια καταδίκη.
«Επανέλαβε το ίδιο κάμποσες φορές, ώσπου το σάλιο έγινε κολλώδες, σα λιωμένα φύκια, και στάθηκε στο λάρυγγά του. Σίγουρα δεν αισθανόταν υπνηλία, όμως απ’ την εξάντληση η συνείδησή του είχε γίνει σαν βρεγμένο χαρτί. Ήτα σαν να ’βλεπε τα πάντα μέσα από ένα τέτοιο χαρτί, που το είχε σηκώσει στο φως. Το τοπίο γύρω είχε γίνει ένα σύνολο από βρόμικες κηλίδες και γραμμές, που έπλεε μπροστά του. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα…Υπάρχει η άμμος…Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ;»
Σουρεαλιστικές καταστάσεις, ατομικοί ψυχαναγκασμοί, σκληρές ευαισθησίες και παγιδευμένες υπάρξεις μέσα στους προσωπικούς και κοινωνικούς εφιάλτες. Σισύφεια προσπάθεια λύτρωσης.
Το ατελέσφορο και επαναληπτικό βασανιστήριο του πρωταγωνιστή καθρεφτίζει ρεαλιστικά κομμάτια απο τη δική μας καθημερινότητα.
Κάτι που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα ο αναγνώστης, την ταύτιση, σε υπαρξιακό επίπεδο και την ανημποριά μας να ξεφύγουμε «φτυαρίζοντας άμμο» απο τις δυσκολίες, τα προβλήματα και τα ατελείωτα καθήκοντα που μας εγκλωβίζουν σε μια αέναη μάχη με την αιχμαλωσία του κατεστημένου.
Βρισκόμαστε ξαφνικά παγιδευμένοι μέσα στην καυτή ατελείωτη άμμο.
Αυτό το ύπουλο ορυκτό με διάμετρο 1/8 του χιλιοστού (κατα μέσο όρο) ανά κόκκο, γεννιέται μέσα απο το χώμα και σαν κάτι ζωντανό έρπει εισχωρώντας παντού, είναι το
«κελί» της ζωής μας.
Αθόρυβα και σταθερά, χωρίς ποτέ να ησυχάζει, εισβάλει και απλώνεται, θανατώνοντας την επιφάνεια του εδάφους...και όχι μόνο.
Είναι άγονη και ξηρή λόγω της αδιάκοπης ροής της και δεν μπορεί να φιλοξενήσει ζωντανό πλάσμα.
Επομένως η άμμος κρίνεται ακατάλληλη για τη ζωή λόγω κίνησης, ενώ η μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης εξαναγκάζει σε μια συνεχόμενη και ακίνητη προσκόλληση μέσα στο χρόνο. Μια καταδικαστική σταθερότητα.
Στο ερώτημα αν η προσκόλληση και η απραξία ειναι πιο ζωογόνες σε σχέση με την ακατάπαυστη ροή πιθανότητα η απαντηση ειναι : ικανότητα προσαρμογής!!!
Αυτό το μυθιστόρημα παρά την έντονη δυσφορία και την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα είναι εξεχόντως συναρπαστικό.
Η πλοκή λιγοστή και οι χαρακτήρες ελάχιστοι είναι φοβισμένα υποχείρια συμβόλων και υποταγμένων ιδεών.
Η υπόθεση τόσο απλή που γίνεται εθιστική και ύπουλη, επηρεάζοντας επικίνδυνα την ψυχολογική ταύτιση με τον αναγνώστη.
Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται απελπιστικά είτε μέσα, είτε στον περίβολο της υπόγειας φυλακής - σε σχήμα σπιτιού - απο άμμο.
Οι πρωταγωνιστές δεν εμπνέουν συμπάθεια, είναι επιφανειακά κενοί, ξένοι, στείροι, όμως η πένα του συγγραφέα με την ίδια επίφαση ταύτισης μας κάνει ακούσια να ενδιαφερόμαστε και να πιστεύουμε σε αυτούς.
Γνωρίζοντας αρχικά ότι ο ήρωας μας είναι αγνοούμενος και μετά απο επτά χρόνια κηρρύσεται επισήμως άφαντος-νεκρός, ακολουθούμε την πορεία του συγγραφέα σε πραγματικό χρόνο που μας οδηγεί σε ένα χωριό.
Σε έναν τόπο ξεχασμένο απο θεούς και δαίμονες, σφηνωμένο μέσα σε τεράστιους αμμόλοφους ζούνε ανθρώπινα κουφάρια έρμαια και βασανισμένα απο τη θάλασσα της κινούμενης αμμου.
Ειναι οι ελεύθεροι θεματοφύλακες της παράδοσης τους.
Τα λιγοστά σπίτια είναι θαμμένα μέσα στη γη πνιγμένα απο την άμμο που πρέπει κάθε βράδυ να την φτυαρίζουν δίνοντας τιτάνιο αγώνα ώστε να μην πνίξει τα πάντα στον άνυδρο βυθό της.
Εκεί, εξαπατούν τον ήρωα μας που φθάνοντας στο χωριό ως ερασιτέχνης εντομολόγος, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα σισύφειο μαρτύριο.
Τον κατεβάζουν στο σπίτι της κόλασης απο άμμο το οποίο κατοικείται απο μια νεαρή χήρα που παλεύει νυχθημερόν να ζήσει και να αναχαιτίσει την άμμο πριν συμπαρασύρει όλο το χωριό στην άβυσσο της ανυπαρξίας.
Τα σπίτια εξαρτώνται το ένα απο το άλλο επομένως το μαρτύριο του «φτυαρίσματος»είναι καθημερινό και απαραίτητο.
Κάθε μέρα η ζέστη είναι ανελέητη, οι βολβοί των ματιών βράζουν,τα σπλάχνα καίγονται και τα πνευμόνια παίρνουν φωτιά. Παράλληλα η άμμος που εισχωρεί παντού γεμίζει με τους θανατηφόρους κόκκους της τα πάντα δημιουργώντας πληγές και πόνους.
Η λαχτάρα για ελευθερία καταπλακώνεται απο τόννους άμμου και χάνεται μαζί με την ανθρώπινη ψυχή.
Η συνήθεια του εγκλεισμού και η τρυφερή σχέση μεταξύ των δυο κρατουμένων ίσως να αποκτά μια ζοφερή αλλά σωτήρια καταδίκη.
«Επανέλαβε το ίδιο κάμποσες φορές, ώσπου το σάλιο έγινε κολλώδες, σα λιωμένα φύκια, και στάθηκε στο λάρυγγά του. Σίγουρα δεν αισθανόταν υπνηλία, όμως απ’ την εξάντληση η συνείδησή του είχε γίνει σαν βρεγμένο χαρτί. Ήτα σαν να ’βλεπε τα πάντα μέσα από ένα τέτοιο χαρτί, που το είχε σηκώσει στο φως. Το τοπίο γύρω είχε γίνει ένα σύνολο από βρόμικες κηλίδες και γραμμές, που έπλεε μπροστά του. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα…Υπάρχει η άμμος…Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ;»