...
Show More
Αν έχετε διαβάσει ως παιδιά το Ροβινσώνα Κρούσο σε κάποια συντομευμένη έκδοση και τον έχετε αγαπήσει, διαβάστε τον ξανά ως ενήλικες σε μια έκδοση χωρίς περικοπές και θα τον σιχαθεί το είναι σας.
Δε θυμάμαι την έκδοση που είχα διαβάσει πριν από 35-40 χρόνια, δανεική από τη δημοτική βιβλιοθήκη της Χαλκίδας που παραθέριζα, αλλά θυμάμαι ότι με είχε γοητεύσει η περιπέτεια ενός ανθρώπου που έζησε ολομόναχος σε ένα νησί, για το μεγαλύτερο μέρος των 28 ετών της παραμονής του εκεί. Είχα εντυπωσιαστεί από τον τρόπο με τον οποίο είχε μόνος ανταπεξέλθει στις αντιξοότητες και είχε δημιουργήσει μια υποφερτή έως καλή (και για ένα μικρό παιδί ίσως και ζηλευτή ζωή) σε ένα ερημονήσι.
Το παιδί κοιμήθηκε, ώρα να μιλήσει ο ενήλικας.
Τι σίχαμα ήταν αυτός ο Κρούσος μπαναΐαμ; Στα πρώτα του ταξίδια, γράφει τους γονείς του εκεί που ούτε πιάνει μελάνι ούτε λάμπει ο ήλιος (περίνεο, μεταξύ οσχέου και αφεδρώνος) με αποτέλεσμα να μπαρκάρει, να θαλασσοπνιγεί και στο τέλος να τον πιάσουν μουσουλμάνοι πειρατές και να καταλήξει σκλάβος. ΣΚΛΑΒΟΣ. Καλά μέχρις εδώ; Θα υπέθετε κανείς, ότι αν σε πιάσουν και σε κάνουν σκλάβο, ειδικά τίποτε Μαροκινοί, Βέρβεροι, Βεδουίνοι κ.λπ. (που μάλλον θα σε περάσουν και ένα δυο χέρια «οθωμανικό δίκαιο» αν και κάτι τέτοιο προφανώς και δεν αναφέρεται στο υπό κρίση πόνημα) ίσως, λέω ΙΣΩΣ, δεις το καθεστώς της δουλείας με άλλο μάτι, φρύδι, έστω τσίνορο. Αλλά όχι. Ο τύπος με το που σώζεται δραπετεύοντας και φτιάχνει μια φυτεία στη Βραζιλία, φεύγει για τη Γουϊνέα για… ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΣΚΛΑΒΟΥΣ. Να αφοδεύσω πάνω στα αλεσμένα σου οστά, Ρόμπι. Και στα δικά σου Ντιφόε.
Καλά μέχρις εδώ. Ο τύπος πάει και ξαναναυαγεί (είχε εξαιρετική ευχέρεια στις ναυτικές καταστροφές) και είναι ο μόνος που σώζεται σε ένα ερημονήσι ΟΚ, αυτό το ξέρει και η χωλή Μυριάμ. Επίσης, όλως τυχαίως, παίρνει από το ναυάγιο/praktiker ό,τι ακριβώς του χρειάζεται για να την παλέψει. Εκεί, αφενός επιδίδεται σε μια 28ετή γκρίνια για όσα του συνέβησαν, αφετέρου τον πιάνει μια μούρλα με τα θεία και κάθε δεύτερη παράγραφο ευχαριστεί το θεό, μελώνει το θέλημά του, κανελώνει τα έργα του κ.λπ. Παράλληλα, ξεκωλιάζει (με το συμπάθιο) την ντόπια πανίδα, είτε είναι βρώσιμη είτε όχι. Μαζί του έχει σωθεί και ένα σκυλί, αλλά μία που το αναφέρει, μία που το ξεχνάει γιατί ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΟΥ ΦΑΝΕΙ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΕΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ ΣΕ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ; Α, και δύο γάτες. Που πολλαπλασιάζονται με αφανείς γάτες του νησιού και στο τέλος, ο γλυκύτατος Κρούσος πνίγει νεογέννητα γατάκια για να μην έχει την έγνοια τους.
Περιέργως, για άνθρωπο που έζησε 28 χρόνια σε ερημονήσι, στην πραγματικότητα, αυτός ο αυτάρεσκος, μεμψίμοιρος, ρατσιστής (ΟΚ, τα είχε η εποχή αυτά), θεοβαρεμένος στο κεφάλι ηλίθιος, έχει μάλλον λίγα πράγματα να διηγηθεί. Ένα ακόμη ναυάγιο, μερικά περάσματα κανίβαλων για όργιαστικές ανθρωποφαγίες και ένας μαύρος (ο Παρασκευάς) τον οποίο σώζει από ένα τέτοιο λατρεμένο τσιμπούσι και γίνεται υπηρέτης του. Μιλάμε για τον απόλυτο νέγροντα (μην αρχίσετε τις αναφορές, σαρκαστικό για το ρατσισμό είναι το σχόλιο) του 18ου αιώνα. Πανευτυχής να υπηρετεί ένα λευκό, τα κάνει όλα και συμφέρει, καθαρίζει, λευκαίνει απολυμαίνει, σπέρνει, θερίζει, πλένει σώβρακα και μιλάει ΠΑΝΤΑ με σεβαΖμό στο λευκό αφεντικό. Θέλω να πω, ο σκύλος πρέπει να είχε πιο ανεξάρτητο και υπερήφανο πνεύμα από αυτό το στερεότυπο ιδανικού σκλάβου (γι’ αυτό και τιμωρήθηκε με ελάχιστες αναφορές στα 16 χρόνια της συνύπαρξής του με τον ηλίθιο στο νησί). Σημείωση: Ο υπεργαμάο λευκός, ο γαμών τοις μετρητοίς και γαμών επί πιστώσει λευκός Κρούσος είναι τόσο πάνω από τον serving material μαύρωπα που σώζει, ώστε δεν τον ρωτάει καν το όνομά του: τον βαφτίζει με το έτσι θέλω "Παρασκευά" (επειδή τον έσωσε μέρα Παρασκευή).
Το ξέρω ότι είναι ίσως λίγο άδικο για ένα βιβλίο να κρίνεται με τα δεδομένα 3 αιώνων μετά την έκδοσή του, αλλά είναι κακό, ενοχλητικό, βαρετό και σε χτυπάει στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Η αφήγηση είναι απλοϊκή και βρίθει εκνευριστικά πολλών άχρηστων πληροφοριών για τον αναγνώστη. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, όταν ο Σουίφτ και ο Στήβενσον έγραφαν εκείνη την περίοδο… τα βιβλία τους παραμένουν ακόμη αριστουργηματικά. Οπότε πνίξου Ντιφόου, Νταφόε, Νταφόque όπως διάολο σε λένε, μαζί με το σκυλοπνιγμένο θεοσεβή κόπανο που γέννησε η φαντασία σου.
Υ.Γ. Στο φινάλε, σε μια πορεία από ξηράς στην Ευρώπη, ο Κρούσος και ο Παρασκευάς (μαζί και κάτι άλλοι) σκοτώνουν μερικές δεκάδες λύκους (που, ΟΚ, αυτοί τους επιτέθηκαν) και μια αρκούδα (που δεν ενόχλησε κανέναν), την τελευταία «για να γελάσουν». Μακάρι άλλα 28 χρόνια σε νησί, ηλίθιε.
Υ.Γ2. Κάποια βιβλία παλιώνουν καλά, κάποια άλλα όχι. Ο Ροβινσώνας ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Στο δυτικό κόσμο του 21ου αιώνα, ο χαρακτήρας του είναι εκτός τόπου και χρόνου, ένας μίζερος και βαρετός ρατσιστής, χωρίς κανένα συναίσθημα, καμία ανθρώπινη λειτουργία πλην των φυσικών αναγκών και μια ενοχλητική τάση προς τα θεία, που προσπαθεί να φέρει τον μικρόκοσμό του στα στενά και βλακώδη μέτρα του. AD BESTIAS!
Δε θυμάμαι την έκδοση που είχα διαβάσει πριν από 35-40 χρόνια, δανεική από τη δημοτική βιβλιοθήκη της Χαλκίδας που παραθέριζα, αλλά θυμάμαι ότι με είχε γοητεύσει η περιπέτεια ενός ανθρώπου που έζησε ολομόναχος σε ένα νησί, για το μεγαλύτερο μέρος των 28 ετών της παραμονής του εκεί. Είχα εντυπωσιαστεί από τον τρόπο με τον οποίο είχε μόνος ανταπεξέλθει στις αντιξοότητες και είχε δημιουργήσει μια υποφερτή έως καλή (και για ένα μικρό παιδί ίσως και ζηλευτή ζωή) σε ένα ερημονήσι.
Το παιδί κοιμήθηκε, ώρα να μιλήσει ο ενήλικας.
Τι σίχαμα ήταν αυτός ο Κρούσος μπαναΐαμ; Στα πρώτα του ταξίδια, γράφει τους γονείς του εκεί που ούτε πιάνει μελάνι ούτε λάμπει ο ήλιος (περίνεο, μεταξύ οσχέου και αφεδρώνος) με αποτέλεσμα να μπαρκάρει, να θαλασσοπνιγεί και στο τέλος να τον πιάσουν μουσουλμάνοι πειρατές και να καταλήξει σκλάβος. ΣΚΛΑΒΟΣ. Καλά μέχρις εδώ; Θα υπέθετε κανείς, ότι αν σε πιάσουν και σε κάνουν σκλάβο, ειδικά τίποτε Μαροκινοί, Βέρβεροι, Βεδουίνοι κ.λπ. (που μάλλον θα σε περάσουν και ένα δυο χέρια «οθωμανικό δίκαιο» αν και κάτι τέτοιο προφανώς και δεν αναφέρεται στο υπό κρίση πόνημα) ίσως, λέω ΙΣΩΣ, δεις το καθεστώς της δουλείας με άλλο μάτι, φρύδι, έστω τσίνορο. Αλλά όχι. Ο τύπος με το που σώζεται δραπετεύοντας και φτιάχνει μια φυτεία στη Βραζιλία, φεύγει για τη Γουϊνέα για… ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΣΚΛΑΒΟΥΣ. Να αφοδεύσω πάνω στα αλεσμένα σου οστά, Ρόμπι. Και στα δικά σου Ντιφόε.
Καλά μέχρις εδώ. Ο τύπος πάει και ξαναναυαγεί (είχε εξαιρετική ευχέρεια στις ναυτικές καταστροφές) και είναι ο μόνος που σώζεται σε ένα ερημονήσι ΟΚ, αυτό το ξέρει και η χωλή Μυριάμ. Επίσης, όλως τυχαίως, παίρνει από το ναυάγιο/praktiker ό,τι ακριβώς του χρειάζεται για να την παλέψει. Εκεί, αφενός επιδίδεται σε μια 28ετή γκρίνια για όσα του συνέβησαν, αφετέρου τον πιάνει μια μούρλα με τα θεία και κάθε δεύτερη παράγραφο ευχαριστεί το θεό, μελώνει το θέλημά του, κανελώνει τα έργα του κ.λπ. Παράλληλα, ξεκωλιάζει (με το συμπάθιο) την ντόπια πανίδα, είτε είναι βρώσιμη είτε όχι. Μαζί του έχει σωθεί και ένα σκυλί, αλλά μία που το αναφέρει, μία που το ξεχνάει γιατί ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΟΥ ΦΑΝΕΙ ΧΡΗΣΙΜΟΣ ΕΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ ΣΕ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ; Α, και δύο γάτες. Που πολλαπλασιάζονται με αφανείς γάτες του νησιού και στο τέλος, ο γλυκύτατος Κρούσος πνίγει νεογέννητα γατάκια για να μην έχει την έγνοια τους.
Περιέργως, για άνθρωπο που έζησε 28 χρόνια σε ερημονήσι, στην πραγματικότητα, αυτός ο αυτάρεσκος, μεμψίμοιρος, ρατσιστής (ΟΚ, τα είχε η εποχή αυτά), θεοβαρεμένος στο κεφάλι ηλίθιος, έχει μάλλον λίγα πράγματα να διηγηθεί. Ένα ακόμη ναυάγιο, μερικά περάσματα κανίβαλων για όργιαστικές ανθρωποφαγίες και ένας μαύρος (ο Παρασκευάς) τον οποίο σώζει από ένα τέτοιο λατρεμένο τσιμπούσι και γίνεται υπηρέτης του. Μιλάμε για τον απόλυτο νέγροντα (μην αρχίσετε τις αναφορές, σαρκαστικό για το ρατσισμό είναι το σχόλιο) του 18ου αιώνα. Πανευτυχής να υπηρετεί ένα λευκό, τα κάνει όλα και συμφέρει, καθαρίζει, λευκαίνει απολυμαίνει, σπέρνει, θερίζει, πλένει σώβρακα και μιλάει ΠΑΝΤΑ με σεβαΖμό στο λευκό αφεντικό. Θέλω να πω, ο σκύλος πρέπει να είχε πιο ανεξάρτητο και υπερήφανο πνεύμα από αυτό το στερεότυπο ιδανικού σκλάβου (γι’ αυτό και τιμωρήθηκε με ελάχιστες αναφορές στα 16 χρόνια της συνύπαρξής του με τον ηλίθιο στο νησί). Σημείωση: Ο υπεργαμάο λευκός, ο γαμών τοις μετρητοίς και γαμών επί πιστώσει λευκός Κρούσος είναι τόσο πάνω από τον serving material μαύρωπα που σώζει, ώστε δεν τον ρωτάει καν το όνομά του: τον βαφτίζει με το έτσι θέλω "Παρασκευά" (επειδή τον έσωσε μέρα Παρασκευή).
Το ξέρω ότι είναι ίσως λίγο άδικο για ένα βιβλίο να κρίνεται με τα δεδομένα 3 αιώνων μετά την έκδοσή του, αλλά είναι κακό, ενοχλητικό, βαρετό και σε χτυπάει στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Η αφήγηση είναι απλοϊκή και βρίθει εκνευριστικά πολλών άχρηστων πληροφοριών για τον αναγνώστη. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, όταν ο Σουίφτ και ο Στήβενσον έγραφαν εκείνη την περίοδο… τα βιβλία τους παραμένουν ακόμη αριστουργηματικά. Οπότε πνίξου Ντιφόου, Νταφόε, Νταφόque όπως διάολο σε λένε, μαζί με το σκυλοπνιγμένο θεοσεβή κόπανο που γέννησε η φαντασία σου.
Υ.Γ. Στο φινάλε, σε μια πορεία από ξηράς στην Ευρώπη, ο Κρούσος και ο Παρασκευάς (μαζί και κάτι άλλοι) σκοτώνουν μερικές δεκάδες λύκους (που, ΟΚ, αυτοί τους επιτέθηκαν) και μια αρκούδα (που δεν ενόχλησε κανέναν), την τελευταία «για να γελάσουν». Μακάρι άλλα 28 χρόνια σε νησί, ηλίθιε.
Υ.Γ2. Κάποια βιβλία παλιώνουν καλά, κάποια άλλα όχι. Ο Ροβινσώνας ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Στο δυτικό κόσμο του 21ου αιώνα, ο χαρακτήρας του είναι εκτός τόπου και χρόνου, ένας μίζερος και βαρετός ρατσιστής, χωρίς κανένα συναίσθημα, καμία ανθρώπινη λειτουργία πλην των φυσικών αναγκών και μια ενοχλητική τάση προς τα θεία, που προσπαθεί να φέρει τον μικρόκοσμό του στα στενά και βλακώδη μέτρα του. AD BESTIAS!