...
Show More
Ο Σαραμάγκου είναι από εκείνο��ς τους συγγραφείς που ξέρεις πως ό,τι και να γράψει καλό θα είναι, άσχημα δε θα περάσεις. Ίσως σε δυσκολέψει λίγο, αλλά στο τέλος θα βγεις στην άλλη πλευρά ευχαριστημένος και με την πεποίθηση ότι διάβασες κάτι που άξιζε τον όποιο κόπο. Έχει αυτό το σπινθηροβόλο πνεύμα που μαγνητίζει το μυαλό του αναγνώστη και, συνδυασμένο με το πολύ προσωπικό του στιλ με τις μακρές περιόδους δίνει έναν ρυθμό που δεν σου επιτρέπει να το αφήσεις πριν ολοκληρώσει το νόημα. Για όσους ξέρουν από μουσική, ο λόγος του Σαραμάγκου είναι ό,τι πιο κοντινό (εξωμουσικά) έχω δει σε φράση. Θα έκανα και μια αναλογία περί της δομής που οδηγεί στο κρεσέντο, αλλά φοβάμαι πως αυτό είναι πολύ κλισέ, οπότε λέω να το κόψω στο μοντάζ.
Στα του βιβλίου τώρα, πρόκειται (ως συνήθως) για ένα πολύ ιδιαίτερο έργο. Βρισκόμαστε στο έτος 1937, η Πορτογαλία είναι υπό το καθεστώς της δικτατορίας του Σαλαζάρ και το φάντασμα του φασισμού έχει αρχίσει να ίπταται πάνω από την Ευρώπη. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και τα βλέπουμε να εξελίσσονται μέσα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα Ρικάρντο Ρέις. Η οποία ιστορία είναι η βραδυφλεγής πορεία του ήρωα προς το θάνατο (μην ακούσω χαζά για spoilers, το λέει στον τίτλο). Παρακολουθούμε λοιπόν το τελευταίο έτος στη ζωή του Ρικάρντο Ρέις, ποιητή και γιατρού που επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Λισαβόνα, όταν πληροφορείται το θάνατο του Φερνάντο Πεσσόα, με τον οποίο ξεκινά μία σχέση διαλόγου που διατρέχει όλο το βιβλίο. Η ιδιαιτερότητα προφανώς έγκειται στο ότι ο Ρικάρντο Ρέις είναι ετερώνυμος του ίδιου του Φερνάντο Πεσσόα (και άλλοι ετερώνυμοι αναφέρονται μέσα στο βιβλίο ως αυτοτελή πρόσωπα). Οι συζητήσεις προφανώς περιστρέφονται γύρω από τα θέματα που θα συζητούσαν ένας ζωντανός ποιητής με έναν νεκρό ποιητή, δηλαδή την ποίηση, τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα.
Ο Σαραμάγκου επιλέγει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει με προσοχή, με περίσκεψη και φροντίδα. Αυτή είναι η βασική δουλειά του λογοτέχνη γενικώς, συνήθως όμως είναι μια διεργασία εσωτερική, μια άσκηση που εκτελεί ο συγγραφέας μόνος του και ο αναγνώστης μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της δύσκολης προσπάθειας μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει. Γιατί ο αναγνώστης εκτίθεται μόνο στο τελικό έργο, απολαμβάνει το αποτέλεσμα της δουλειάς και συχνά δεν υποψιάζεται καν πόσο επίπονη ήταν αυτή η δουλειά που απαιτείται για να παραχθεί το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο θείος Ζοζέ κάνει όμως κάτι άλλο, επιλέγει λέξεις μπροστά σου, σου παραθέτει εναλλακτικές μορφές του λόγου, σου προσφέρει δυνητικές ερμηνείες της πραγματικότητας, σε μυεί στα μυστικά της τέχνης του και τελικά σου παραδίδει ένα έργο με πολλαπλές σημάνσεις, από τις οποίες μπορείς να επιλέξεις μία ή περισσότερες - και το πιθανότερο είναι πως αν το ξαναδιαβάσεις, θα εισπράξεις κάτι διαφορετικό, θα σκεφτείς κάτι άλλο, θα ανακαλύψεις ένα επίπεδο διαφορετικού βάθους από εκείνο που είδες στην πρώτη ανάγνωση. Ανάλογα με τη χρονική στιγμή που θα σε πετύχει, μπορεί, τελικά, να διαβάσεις ένα άλλο βιβλίο.
Στο τέλος (περίπου το 1/4 θα έλεγα, ίσως λίγο λιγότερο) κάνει μια ελαφριά στροφή προς τα έξω, αλλάζει λίγο την εστίαση για να ασχοληθεί με το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής στην Ισπανία (άνοδος του Φράνκο) και για εμένα εκεί το χάνει λίγο. Δε χάνεται τελείως η επαφή με την οπτική του Ρικάρντο Ρέις, όμως η εσωτερικότητα που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο σα να σβήνει και παραπέμπει περισσότερο σε κοινωνικοπολιτική ανάλυση και λιγότερο σε οργανικό μέρος της ιστορίας. Σα να θυσιάζει το ύφος του και τη δομή του για να μιλήσει για κάτι που θεωρεί σημαντικό, σαν το τελικό κρεσέντο (δεν την απέφυγα τελικά την κλισεδιά) να κείται εκτός του πλαισίου που είχε τεθεί στην αρχή. Ίσως δε θα το είχα σκεφτεί καν αν δεν ήταν τόσο ατμοσφαιρικό το βιβλίο μέχρι εκείνο το σημείο. Άλλωστε κάποιος μπορεί να πει ότι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι (εκεί γίνεται επιτέλους κάτι, βρε αδερφέ!), αλλά εμένα δε με συγκίνησε.
Αγαπημένος Ζοζέ Σαραμάγκου. Δεν είναι το αγαπημένο μου δικό του, αλλά το αγάπησα και αυτό.
Στα του βιβλίου τώρα, πρόκειται (ως συνήθως) για ένα πολύ ιδιαίτερο έργο. Βρισκόμαστε στο έτος 1937, η Πορτογαλία είναι υπό το καθεστώς της δικτατορίας του Σαλαζάρ και το φάντασμα του φασισμού έχει αρχίσει να ίπταται πάνω από την Ευρώπη. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και τα βλέπουμε να εξελίσσονται μέσα από την ιστορία του κεντρικού ήρωα Ρικάρντο Ρέις. Η οποία ιστορία είναι η βραδυφλεγής πορεία του ήρωα προς το θάνατο (μην ακούσω χαζά για spoilers, το λέει στον τίτλο). Παρακολουθούμε λοιπόν το τελευταίο έτος στη ζωή του Ρικάρντο Ρέις, ποιητή και γιατρού που επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Λισαβόνα, όταν πληροφορείται το θάνατο του Φερνάντο Πεσσόα, με τον οποίο ξεκινά μία σχέση διαλόγου που διατρέχει όλο το βιβλίο. Η ιδιαιτερότητα προφανώς έγκειται στο ότι ο Ρικάρντο Ρέις είναι ετερώνυμος του ίδιου του Φερνάντο Πεσσόα (και άλλοι ετερώνυμοι αναφέρονται μέσα στο βιβλίο ως αυτοτελή πρόσωπα). Οι συζητήσεις προφανώς περιστρέφονται γύρω από τα θέματα που θα συζητούσαν ένας ζωντανός ποιητής με έναν νεκρό ποιητή, δηλαδή την ποίηση, τη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα.
Ο Σαραμάγκου επιλέγει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει με προσοχή, με περίσκεψη και φροντίδα. Αυτή είναι η βασική δουλειά του λογοτέχνη γενικώς, συνήθως όμως είναι μια διεργασία εσωτερική, μια άσκηση που εκτελεί ο συγγραφέας μόνος του και ο αναγνώστης μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της δύσκολης προσπάθειας μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει. Γιατί ο αναγνώστης εκτίθεται μόνο στο τελικό έργο, απολαμβάνει το αποτέλεσμα της δουλειάς και συχνά δεν υποψιάζεται καν πόσο επίπονη ήταν αυτή η δουλειά που απαιτείται για να παραχθεί το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο θείος Ζοζέ κάνει όμως κάτι άλλο, επιλέγει λέξεις μπροστά σου, σου παραθέτει εναλλακτικές μορφές του λόγου, σου προσφέρει δυνητικές ερμηνείες της πραγματικότητας, σε μυεί στα μυστικά της τέχνης του και τελικά σου παραδίδει ένα έργο με πολλαπλές σημάνσεις, από τις οποίες μπορείς να επιλέξεις μία ή περισσότερες - και το πιθανότερο είναι πως αν το ξαναδιαβάσεις, θα εισπράξεις κάτι διαφορετικό, θα σκεφτείς κάτι άλλο, θα ανακαλύψεις ένα επίπεδο διαφορετικού βάθους από εκείνο που είδες στην πρώτη ανάγνωση. Ανάλογα με τη χρονική στιγμή που θα σε πετύχει, μπορεί, τελικά, να διαβάσεις ένα άλλο βιβλίο.
Στο τέλος (περίπου το 1/4 θα έλεγα, ίσως λίγο λιγότερο) κάνει μια ελαφριά στροφή προς τα έξω, αλλάζει λίγο την εστίαση για να ασχοληθεί με το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής στην Ισπανία (άνοδος του Φράνκο) και για εμένα εκεί το χάνει λίγο. Δε χάνεται τελείως η επαφή με την οπτική του Ρικάρντο Ρέις, όμως η εσωτερικότητα που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο σα να σβήνει και παραπέμπει περισσότερο σε κοινωνικοπολιτική ανάλυση και λιγότερο σε οργανικό μέρος της ιστορίας. Σα να θυσιάζει το ύφος του και τη δομή του για να μιλήσει για κάτι που θεωρεί σημαντικό, σαν το τελικό κρεσέντο (δεν την απέφυγα τελικά την κλισεδιά) να κείται εκτός του πλαισίου που είχε τεθεί στην αρχή. Ίσως δε θα το είχα σκεφτεί καν αν δεν ήταν τόσο ατμοσφαιρικό το βιβλίο μέχρι εκείνο το σημείο. Άλλωστε κάποιος μπορεί να πει ότι αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι (εκεί γίνεται επιτέλους κάτι, βρε αδερφέ!), αλλά εμένα δε με συγκίνησε.
Αγαπημένος Ζοζέ Σαραμάγκου. Δεν είναι το αγαπημένο μου δικό του, αλλά το αγάπησα και αυτό.