Από την βιβλιοπαρουσίαση που έκανα για την Πάστα Φλώρα :
Οι ήσυχες μέρες στο Κλισί αποτελούνται από δύο διηγήματα με αφήγηση αυτοβιογραφικής αισθητικής. Το κοινό χαρακτηριστικό και η πλοκή τους είναι ότι δεν έχουν πλοκή. Ίσως γιατί η ζωή η ίδια δεν έχει πλοκή Απλώς συμβαίνει. Γεγονότα που απλώς συμβαίνουν στη Ζωή του Τζόι και του Καρλ. Η καθημερινότητα που κυλά σε ρυθμούς μη κανονικότητας θέλοντας να μας υπενθυμίσει πως υπάρχει και μια άλλη ζωή πέρα από την προκατασκευασμένη ζωή της κοινωνικής ομαλότητας και τους καθωσπρεπισμού. Από τις σελίδες παρελαύνουν κάθε λογής άνθρωποι με ποικίλες προσωπικότητες εκτός φυσικά από τους «κανονικούς». Άνθρωποι με οικογένεια, δουλειά-σταδιοδρομία, καθώς πρέπει σπίτια, που τις Κυριακές πάνε στην εκκλησία απαγορεύονται. Κάτι τέτοιο θα διατάρασσε τις ήσυχες αυτές μέρες. Οι χαρακτήρες που βλέπουμε είναι άνθρωποι του περιθωρίου, μικροαπατεώνες, σεξεργάτριες, άσημοι (ακόμα) ποιητές και κάθε άτομο το οποίο βρίσκεται (αυτό)περιθωριοποιημένο. Δίνοντας μας μια ζωντανή εικόνα για το Παρίσι έτσι όπως μόνο ένας μη παριζιάνος θα μπορούσε να το αποδώσει και να το αγαπήσει, ο Μίλερ δεν διστάζει να μας δείξει ότι οι άνθρωποι του περιθωρίου, τα κοινωνικά απόβλητα, δεν είναι μια άμορφη μάζα. Κάθε ένας από αυτούς έχει προσωπικότητα, ονοματεπώνυμο, και κουβαλά την δική του ιστορία. Μέσα από τα μάτια αυτών των ανθρώπων αλλά και του ίδιου του συγγραφέα, βλέπουμε το πραγματικό Παρίσι με τη λάμψη που αποπνέει και το κάνει αυτό που είναι, την πόλη του φωτός ακόμα και όταν όλα τα φώτα έχουν σβήσει. Ανακαλύπτουμε την ευκολία με την οποία ο Μίλερ δε θα διστάσει να δώσει όλα του τα χρήματα σε μια σεξεργάτρια, πράγμα που θα τον αναγκάσει να μείνει με άδειο στομάχι και τσέπη ψάχνοντας για υπολείμματα τροφής στα σκουπίδια. Με την ίδια ευκολία θα δεχθεί να φιλοξενήσει μια 15χρονη, κάτι για το οποίο θα μπορούσε να βρεθεί για τα καλά στη φυλακή. Έτσι εμφανίζεται η εικόνα ενός επιπόλαιου γλεντζέ που δεν έχει αισθήματα για τις γυναίκες. Ή μήπως όχι; Την επόμενη στιγμή έρχεται μια σεξεργάτρια η οποία θα τον κάνει να την ερωτευτεί. Αυτή ή ίσως κάποια άλλη, ή όλες αυτές απλά πλέκουν το προσωπείου του «ιδανικού» της γυναίκας των ονείρων σου. Χρησιμοποιώντας αυτή την ιστορία μπορούμε να πούμε ότι παίρνει και τρίβει στα μούτρα της συντηρητικής κοινωνίας των μικροαστών, την άρνηση του. Αποδίδει την δική του πραγματικότητα, και στο πρόσωπο της Μάτα δομείτε μια ταυτότητα «ανθρωπινή». Κάτι που της αρνείται η καθεστηκυία τάξη λόγο του επαγγέλματος της. Έτσι αποδομεί τον απρόσωπο Άλλο που στοιχειώνει τους ανθρώπους που επιλέγουν τον βιοπορισμό μέσω της σεξεργασίας. Και ειδικά των γυναικών που στιγματίζονται κοινωνικά για αυτήν τους την επιλογή. Ανήθικος θα λέγαμε, κατά την κοινή λογική των μετρίων και των χρηστών ανθρώπων. Απαλλαγμένος από κάθε εξωτερική ηθική, δομεί μία δικιά του ηθική η οποία του επιτρέπει να εκφραστεί ελεύθερα. Ισορροπώντας ανάμεσα στην πρόκληση και τη χυδαιότητα χωρίς ωστόσο ποτέ να ξεπερνάει αυτό το σύνορο οι ιστορίες του Μίλερ είναι τόσο δυνατές, τόσο έντονες, τόσο αληθινές όσο και οι καθημερινές μικρές ιστορίες του κάθε ανθρώπου. Ιστορίες απλές και ήσυχες σαν τις μέρες του Κλισί. Σε όλα αυτά όμως, δεν μπορώ να παραβλέψω το σημαντικό ζήτημα της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο συγγραφές. Δυστυχώς ο συνεχής σεξισμός και μισογυνισμός που αναπαράγεται σε αυτά τα διηγήματα καθώς και η υποβόσκουσα κουλτούρα τη βιασμού, έρχονται να χαλάσουν το τελικό αποτέλεσμα. Ο Μίλερ παρουσιάζει τους δύο πρωταγωνιστές τους σαν πλάσματα που άγονται και φέρονται από τις ορμές τους και που δεν θα δίσταζαν να ασκήσουν εξουσία προκειμένου να ικανοποιηθούν. Σαν αποτέλεσμα αυτού έχουμε από την μια την αμφισβήτηση του υπάρχοντος της εποχής, αλλά από την άλλη τη διαιώνιση και αναπαραγωγή της κυρίαρχης κουλτούρας. Εν κατακλείδι και παρόλα αυτά, ή και για όλα αυτά, οι Ήσυχες Μέρες είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Κυλάει εύκολα και αναζωογονητικά όπως το καλό κρασί που δροσίζει και αναζωπυρώνει τη δίψα ταυτόχρονα. Οι ήσυχες μέρες επιτελούν το ρόλο της αυτοβιογραφικής αφήγησης, δηλαδή να εκθέσουν και να αποκαλύψουν τον πραγματικό συγγραφέα καθώς και την πηγή έμπνευσης του στα μάτια του αναγνώστη, αφήνοντας τον καθένα να βγάλει ή και να βιώσει τα δικά του συμπεράσματα.
Imagine you’re an aspiring writer and everything is possible. Each of your fantasies about bohemian Parisian life, every fin de siecle dream you ever had, all that longing for good old times suddenly comes to hit you in the face. You make up for the lack of money with attitude and, strangely, that works. And so does the book. It’s more of a series of sketches, that only provide brief outlines of the characters, without prying too much, a literary one-night stand if you like.
"Quiet Days in Clichy" is a textual encounter that stimulates your imagination and makes you laugh at the awkward and ridiculous that only happens in bed. Sometimes it almost feels like you’re rummaging through Henry Miller’s stash of polaroids or a guestbook, filled by the people who only existed for a moment and left without a trace, save for a whiff of cigarette smoke and a crazy poem written in red lipstick on a bathroom mirror.
Not the type of book I normally read. A quick read: It's a strange mix of stories from his time in Paris that vary from erotica, to random acts of kindness, to ruminations on the world.
Some amusing excerpts:
"Now I know what makes the world civilised: it's vice, disease, thievery, mendacity, lechery. Shit, the French are a great people, even if they're syphilitic."
"She talked wildly, frantically, against a fatality that was overpowering. Whoever she was, she no longer had a name. She was just a woman, bruised, badgered, broken, a creature beating its helpless wings in the dark. ... tShe was just a babbling wound that had found a voice, and in the darkness the wound seemed to open up and create a space around itself in which it could bleed without shame or humiliation."
Dovodom preco som dal knihe 4 hviezdy a nie 3 je, ze je kratka a clovek tak nemusi prilis dlho trpiet Millerove sovinisticke nazory. Kniha je aj napriek tomu pretkana prilezitostnymi krasnymi pasazami a utrzkami ludskosti, ako zlate nitky lesknuce sa v starom zaprasenom koberci.
Wie ein Guckloch in eine andere Welt: die beiden jungen Männer Carl und Joey leben in den 30ern in Paris, mittellos, ziellos, ihren sexuellen Interessen nachgehend und von Tag zu Tag lebend. Dabei steht weniger das, was passiert im Vordergrund (Permutationen von Sex, Hunger, an Geld kommen), sondern die Art und Weise, in der Miller die Geschehnisse erzählt. Vollkommen ungefiltert, schamlos offen wird sowohl die Armut der beiden als auch ihr sexuelles Erleben geschildert. Mit Sicherheit wegweisend für die Zeit, in der es entstanden und veröffenlicht wurde; auch heute hat diese schonunglose, aber sich dabei nicht selbst sensationalisierende Erzählweise noch viel für sich. Trotz allem Abscheulichen, was Joey und Carl machen, um sexuell und finanziell auf ihre Kosten zu kommen, wohnt der Erzählung eine grundsätzliche Menschenfreundschaft inne. Mit großer Empathie blickt zum Beispiel der Erzähler ganz am Anfang auf Montmatre, bevor wir dann in seine Straßen und Gassen abtauchen. Das größte Problem des Textes ist seine notwendige Beschränktheit. Mehr, als aufzurühren, ein realistisches Bild der Stadt und des Sexuallebens zu zeichnen, ist ihm nicht möglich. Insofern entseht selbst auf die kurze Distanz eine gewisse Redundanz, und mit dem Buchdeckel klappt auch das Guckloch zu.
..ar sulīgu Henrija Millera dēla ievadu, šī grāmata lasītājam piedāvā divus stāstus, kuros neiztrūkst dažu labu kniebienu (ne par velti šī grāmata bija aizliegta). dodiet man vēl Milleru, VĒL!
У часи тотального панування смерті випадкові знахідки і прояви нестримної жаги до життя зачаровують і вражають.
Пригоди в Парижі між двома світовими війнами не можуть бути цнотливими, відтак і різноманітні гедоністичні авантурники злітаються на світло нічних ресторанів та барів і тепло розпусних жіночих тіл з усього світу. І літератори з пуританських Сполучених Штатів Америки серед таких – не пасуть задніх. Як і Ернест Гемінґвей в "Святі, яке завжди з тобою" вони часто не мають, що їсти. А з іншого боку – якось знаходять достатньо ресурсів і фантазії на користування послугами повій.
"Тихі дні в Кліші" Генрі Міллера це ностальгійна і відверта розповідь про старі добрі розпусні дні від уже немолодого письменника.
Було скандально і шокуюче відверто, місцями потворно, але, дивним чином, в певному сенсі романтично вештатися з alter ego автора Джоуї та його приятелем Карлом, бухати, розкидатися грошима (коли вони раптом падають з неба) і спати (ну тобто як спати...) з одними і тими ж жінками, влаштовувати невдалі оргії, тікати від божевільних повій, лікувати венеричні болячки – зовсім не те, чому можна було би позаздрити, але ж і неможливо не захоплюватися такою невтомною жагою до життя.
Читаючи "Тихі дні в Кліші" я не просто відчував, як розпуста дихає мені в спину (якщо ви розумієте, про що я) – нєєє, розпуста дихала мені у вухо та шию, кусала за плече і вишкрябувала нігтями криваві руни на лопатках.
En abstracto y en términos estrictamente literarios, Días tranquilos en Clichy es un buen libro. Sin embargo, como esta es una reseña para mí y no para publicar en el complemento del domingo de ningún periódico, lo más importante que quiero decir es que si tuviera la oportunidad de conocer al personaje de Miller (que como lo escribe en primera persona no puedo separarlo de él mismo) lo primero que me gustaría hacer sería darle una patada en la pantorrilla. Los dos relatos de este libro, que hacen parte de una misma época de la vida parisina de Joey (o Miller), han envejecido terriblemente mal. Si me genera algo el estadounidense ruidoso, estereotípico y abusivo que relata sus días y noches empujando la polla en cuanto coño se le atraviese (con un poco de vino y forcejeo cuando hace falta), es el desprecio más profundo y el opuesto más absoluto a la admiración y el deseo. Solo hasta el final, cuando por error Joey agarra la polla de su amigo Carl en una de las noches 'tranquilas' de su apartamento en Clichy, se pone de manifiesto lo que en todo el libro está claro: que esos hombres que usan y abusan a las mujeres no lo hacen por amor, por bohemia, ni por deseo. Lo hacen porque odian a las mujeres y porque lo único que desean y aman realmente es a sí mismos, a su mejor amigo.
Το μικρό αυτό βιβλιαράκι αποτελεί την πρώτη μου επαφή με το έργο του Χένρι Μίλερ. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να τον γνωρίσω με το "Ο Τροπικός του Καρκίνου" που πιάνει σκόνη στη βιβλιοθήκη μου εδώ και κάτι χρόνια, όμως δεν ήθελα να πέσω κατευθείαν στα βαθιά, ενώ επίσης ήθελα να διαβάσω κάτι μικρό και σχετικά γρήγορο. Νομίζω ότι έκανα την ιδανική αρχή, πήρα μια καλή εικόνα από τη γραφή και τον τρόπο σκέψης του συγγραφέα, γνωρίζοντας βέβαια ότι μπορεί να φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα ποιότητας στα πιο μεγάλης έκτασης έργα του. Οι δυο ιστορίες που περιέχει το βιβλίο, είναι ουσιαστικά αυτοβιογραφικές, από τις εμπειρίες του Μίλερ κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, εμπειρίες γεμάτες εφήμερους έρωτες, διάφορες σεξουαλικές καταστάσεις και κάθε είδους τρέλα. Με λιτές και σε σημεία ωμές περιγραφές, ο Μίλερ παρουσιάζει χαρακτήρες κάθε φυράματος, γρήγορες σεξουαλικές σκηνές, αλλά και ένα Παρίσι μιας άλλης εποχής. Δεν μπορώ να ξέρω πόσο χαρακτηριστικό του στιλ και του ύφους του Μίλερ είναι το συγκεκριμένο βιβλιαράκι, πάντως δηλώνω εξαιρετικά ικανοποιημένος.
المشكلة أنه لا يوجد قصة .. لو طلبت مني أن أعيد لك سرد ما قرأت لن أستطيع .. هناك كاتبان لا يفعلان شيئاً سوى جرع الخمر ولقاء العاهرات .. لو جلست مع بلطجي سيحكي لك ما هو أفضل.