...
Show More
Παρότι η πρόθεση της συγγραφής του βιβλίου είναι αυτοβιογραφική με σκοπό να εξηγήσει την πορεία προς το Νόμπελ (συνηθίζεται να ζητάνε από τους νομπελίστες να γράφουν τέτοια βιβλία) διαθέτει δύο σπάνιες αρετές:
Η πρώτη είναι η συγκροτημένη αφήγηση της ιστορίας των νευροεπιστημών που καταλαμβάνει το πρώτο μέρος του βιβλίου. Έχω διαβάσει διάφορα σχετικά βιβλία αλλά ο τρόπος που παρουσιάζει τα πράγματα ο Κάντελ έχει μια οργανικότητα, μια καθαρότητα και μια σαφήνεια. Αφού διηγηθεί αυτή την ιστορία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50, συνεχίζει με τη δική του ζωή που έρχεται και δένει πολύ ωραία, και παρουσιάζεται, άθελα ή ηθελημένα, δεν έχει σημασία, σαν συνέχεια της ίδιας εξιστόρησης.
Η δική του έρευνα είναι συναρπαστική. Διαφωτίζει τις βιολογικές βάσεις των διεργασιών που δημιουργούν τη μνήμη στα έμβια όντα και, τελικά, στον άνθρωπο. Παρότι είχα διαβάσει διάφορα σχετικά, νομίζω ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα το θέμα. Και μόνο γι αυτό το βιβλίο μου ήταν πολύτιμο.
Η δεύτερη είναι ιστορία των Εβραίων της Βιέννης. Ο Κάντελ όντας ο ίδιος Εβραίος που αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο γέννησης του σε παιδική ηλικία, κουβαλάει την πίκρα της χαμένης πατρίδας και της μεγάλης αδικίας που του έγινε. Το ενδιαφέρον όμως, προς το τέλος του βιβλίου, είναι η προσπάθεια του να φέρει στο φως το θέμα της μεταχείρισης των Εβραίων από τους Αυστριακούς. Γιατί, όπως λέει, ενώ η Γερμανία έκανε και κάνει την αυτοκριτική της, η Αυστρία κουκούλωσε το θέμα, το αποσιώπησε, άφησε ατιμώρητους τους Ναζί της, πολλοί από τους οποίους είδαν τις ποινές τους να μειώνονται μετά τον Β' Παγκόσμιο ή, χειρότερα, συνέχισαν να καταλαμβάνουν ανενόχλητοι δημόσιες θέσεις. Ο Κάντελ, κι όποιος άλλος εγείρει το θέμα, γίνεται αντιπαθής στην κοινή γνώμη της Αυστρίας αν, κι απότι λέει ο ίδιος, αυτή η στάση αφορά κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι πιο νέοι είναι πιο ανοιχτοί να αντιμετωπίσουν το θέμα.
Το μεγάλο όμως ερωτηματικό που μου γέννησε το βιβλίο είναι η αξία της μετάφρασης των επιστημονικών όρων. Έχοντας διαβάσει κάποια σχετική βιβλιογραφία στα αγγλικά, δυσκολευόμουν πολύ να κάνω τις συσχετίσεις των ανατομικών όρων. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ για την αξία του να έχουμε μια ελληνική ορολογία στις επιστήμες. Ενω, εν πρώτοις κάτι τέτοιο φαίνεται να συνιστά στοιχείο εθνικής υπηρηφάνειας, τελικά γίνεται ένα πρόσκωμα στους έλληνες επιστήμονες γιατί τους αναγκάζει να μάθουν δυό σύνολα ορολογιών και να αγωνιστούν να τα συσχετίσουν. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις παραγωγής ελληνικών διδακτικών εγχειριδίων που γενικά δεν είναι των διεθνών στάνταρ και τελικά κάνει την ελληνική επιστήμη πιο επαρχιώτική.
Θυμάμαι πριν χρόνια την έκπληξη μου όταν άκουσα από Τούρκο ότι στο Πανεπιστήμιο διδάσκονται στα Αγγλικά κι ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη τουρκική ορολογία. Ίσως αυτό να εξηγεί τα γρήγορα βήματα που έχει κάνει η Τουρκική ακαδημαϊκή κοινότητα τα τελευταία χρόνια.
Η πρώτη είναι η συγκροτημένη αφήγηση της ιστορίας των νευροεπιστημών που καταλαμβάνει το πρώτο μέρος του βιβλίου. Έχω διαβάσει διάφορα σχετικά βιβλία αλλά ο τρόπος που παρουσιάζει τα πράγματα ο Κάντελ έχει μια οργανικότητα, μια καθαρότητα και μια σαφήνεια. Αφού διηγηθεί αυτή την ιστορία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50, συνεχίζει με τη δική του ζωή που έρχεται και δένει πολύ ωραία, και παρουσιάζεται, άθελα ή ηθελημένα, δεν έχει σημασία, σαν συνέχεια της ίδιας εξιστόρησης.
Η δική του έρευνα είναι συναρπαστική. Διαφωτίζει τις βιολογικές βάσεις των διεργασιών που δημιουργούν τη μνήμη στα έμβια όντα και, τελικά, στον άνθρωπο. Παρότι είχα διαβάσει διάφορα σχετικά, νομίζω ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα το θέμα. Και μόνο γι αυτό το βιβλίο μου ήταν πολύτιμο.
Η δεύτερη είναι ιστορία των Εβραίων της Βιέννης. Ο Κάντελ όντας ο ίδιος Εβραίος που αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο γέννησης του σε παιδική ηλικία, κουβαλάει την πίκρα της χαμένης πατρίδας και της μεγάλης αδικίας που του έγινε. Το ενδιαφέρον όμως, προς το τέλος του βιβλίου, είναι η προσπάθεια του να φέρει στο φως το θέμα της μεταχείρισης των Εβραίων από τους Αυστριακούς. Γιατί, όπως λέει, ενώ η Γερμανία έκανε και κάνει την αυτοκριτική της, η Αυστρία κουκούλωσε το θέμα, το αποσιώπησε, άφησε ατιμώρητους τους Ναζί της, πολλοί από τους οποίους είδαν τις ποινές τους να μειώνονται μετά τον Β' Παγκόσμιο ή, χειρότερα, συνέχισαν να καταλαμβάνουν ανενόχλητοι δημόσιες θέσεις. Ο Κάντελ, κι όποιος άλλος εγείρει το θέμα, γίνεται αντιπαθής στην κοινή γνώμη της Αυστρίας αν, κι απότι λέει ο ίδιος, αυτή η στάση αφορά κυρίως τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι πιο νέοι είναι πιο ανοιχτοί να αντιμετωπίσουν το θέμα.
Το μεγάλο όμως ερωτηματικό που μου γέννησε το βιβλίο είναι η αξία της μετάφρασης των επιστημονικών όρων. Έχοντας διαβάσει κάποια σχετική βιβλιογραφία στα αγγλικά, δυσκολευόμουν πολύ να κάνω τις συσχετίσεις των ανατομικών όρων. Αυτό με έκανε να αναρωτηθώ για την αξία του να έχουμε μια ελληνική ορολογία στις επιστήμες. Ενω, εν πρώτοις κάτι τέτοιο φαίνεται να συνιστά στοιχείο εθνικής υπηρηφάνειας, τελικά γίνεται ένα πρόσκωμα στους έλληνες επιστήμονες γιατί τους αναγκάζει να μάθουν δυό σύνολα ορολογιών και να αγωνιστούν να τα συσχετίσουν. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις παραγωγής ελληνικών διδακτικών εγχειριδίων που γενικά δεν είναι των διεθνών στάνταρ και τελικά κάνει την ελληνική επιστήμη πιο επαρχιώτική.
Θυμάμαι πριν χρόνια την έκπληξη μου όταν άκουσα από Τούρκο ότι στο Πανεπιστήμιο διδάσκονται στα Αγγλικά κι ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη τουρκική ορολογία. Ίσως αυτό να εξηγεί τα γρήγορα βήματα που έχει κάνει η Τουρκική ακαδημαϊκή κοινότητα τα τελευταία χρόνια.